ἀκρίδος

ἀκρίδος
ἀκρίς
grasshopper
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρανώ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκρίδος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τη λ. πάρνοψ* «είδος ακρίδας»]. (II) όω, Α [πρηνής / πρᾱνής] πρανίζω* …   Dictionary of Greek

  • στιτθόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἀκρίδος» …   Dictionary of Greek

  • όρπας — ὄρπας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῆς ἀκρίδος ὁ γόνος, ἔνθεν γάρον ποιοῡσιν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”